ξεβγαίνω

ξεβγαίνω
(Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω)
1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο
νεοελλ.
1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις τού κατεστημένου, χειραφετούμαι
2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι
μσν.
1. φεύγω από κάπου με πλοίο, αποπλέω
2. απομακρύνομαι
3. έρχομαι, εμφανίζομαι, παρίσταμαι
4. (για φήμη) διαδίδομαι
5. (για λάβα) εκτοξεύομαι
6. κυκλοφορώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξέβγα — το έξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”